- ανάβολος
- -η, -οο μη βολικός, ο άβολος: Το σπίτι αυτό δε μας κάνει, είναι ανάβολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάβολος — η, ο άβολος, ανέβολος, στενόχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βολή. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβολα] … Dictionary of Greek
ανάβολα — επίρρ. [ανάβολος] ανέβολα, χωρίς βολή … Dictionary of Greek
АНАВОЛИЙ — [греч. ἀνάβολος, ἀναβόλιον, ἀναβόλι от ἀναβάλλεσθαι набрасывать, надевать], ткань, используемая в литургической практике правосл. Церкви. 1. Крестильная одежда. Симеон, архиеп. Фессалоникийский, в соч. «О священнодействиях» (ок. 1400) сообщает,… … Православная энциклопедия